- Ψάχος, Κωνσταντίνος
- (Μεγάλο Ρεύμα, Βόσπορος 1869 – Αθήνα 1949). Έλληνας μουσικολόγος, θεωρητικός, μουσικοδιδάσκαλος και συνθέτης. Σπούδασε βυζαντινή μουσική στην Κεντρική Ιερατική Σχολή της Κωνσταντινούπολης και θεολογία στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Στα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας του υπηρέτησε, όπως φαίνεται, ως δομέστιχος και έπειτα ως πρωτοψάλτης σε αρκετούς ναούς της Κωνσταντινούπολης, ανάμεσα στους οποίους και στο Μετόχι του Aγίου Τάφου, όπου, παράλληλα, δίδασκε και ελληνικά. Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε το 1904, μετά τον διορισμό του ως διευθυντή της Σχολής Βυζαντινής Μουσικής του Ωδείου Αθηνών, όπου ανέδειξε πολλούς αξιόλογους μαθητές, όπως οι Ν. Παπάς, Κ. Παπαδημητρίου, Θ. Χατζηθεοδώρου, I. Μαργαζιώτης κ.ά. (μεταξύ των μαθητών του συγκαταλεγόταν επίσης η Πηνελόπη Duncan αδελφή του Άγγελου Σικελιανού, η Εύα Σικελιανού και ο Σίμων Καρράς) και από όπου αποχώρησε το 1919, ύστερα από διαφωνία του με τον τότε γενικό διευθυντή Γ. Νάζο, ιδρύοντας δικό του Ωδείο με την επωνυμία Ωδείον Εθνικής Μουσικής, καθώς και το περιοδικό Νέα Φόρμιγξ, τα οποία διεύθυνε έως το 1922, ενώ παράλληλα εκδίδει το βασικό θεωρητικό έργο του Παρασημαντική της Βυζαντινής Μουσικής (Αθήνα, 1917), όπου υποστηρίζει μια δική του θεωρία, σύμφωνα με την οποία τα σημάδια της βυζαντινής παρασημαντικής δεν αντιπροσώπευαν μεμονωμένους φθόγγους, αλλά εκτεταμένες μελωδικές φράσεις, αποτελούμενες από πολλούς φθόγγους. Ωστόσο η μέθοδος να αποδίδονται τα σημάδια της βυζαντινής παρασημαντικής με πολλούς φθόγγους ίσως να παρουσιάστηκε τον 14o ή 15o αι. ως μέσο παράτασης των Ακολουθιών κατά τη διάρκεια των αγρυπνιών· δεν είναι όμως η παλαιότερη, που οπωσδήποτε θα έπρεπε να ήταν πολύ απλούστερη. Άλλωστε μια ερμηνεία των σημαδιών της βυζαντινής παρασημαντικής, με βάση ότι κάθε σημάδι αντιπροσωπεύει ένα και μόνο φθόγγο, οδηγεί πολύ συχνά στον σχηματισμό ωραιότατων μελωδικών γραμμών, που ψάλλονται ακόμα και σήμερα στις εκκλησίες. Μεταξύ 1922 και 1924 ο Ψ. έμεινε στη Γερμανία, προκειμένου να κατευθύνει τις εργασίες για την κατασκευή 3 αρμονίων, που τα ονομάζει παναρμόνια, κατάλληλων να αναπαραγάγουν τις λεπτές διαστηματικές υποδιαιρέσεις της βυζαντινής μουσικής. Την όλη εργασία, που χρηματοδότησε η Εύα Σικελιανού, ο Ψ. πραγματοποίησε στα εργοστάσια Steinmeyer του ‘Οτινγκεν, και τα παναρμόνια εγκαινιάστηκαν σε επίσημη τελετή, που έγινε εκεί τον Ιούνιο 1924. Ωστόσο, από τα 3 αυτά όργανα, το μεγαλύτερο έμεινε στη Γερμανία, όπου καταστράφηκε σε βομβαρδισμό των εργοστασίων Steinmeyer στα τέλη του B’ Παγκοσμίου πολέμου, ενώ τα δυο μικρότερα μεταφέρθηκαν αμέσως στην Αθήνα και σήμερα βρίσκονται, το ένα στην κατοχή της χήρας Ψάχου και το άλλο στη συλλογή του συνθέτη και μουσικογράφου Ιωσήφ Παπαδόπουλου - Γκρέκα. Μετά την επιστροφή του από τη Γερμανία, το 1924, ο Ψ. αφοσιώθηκε στη σύνθεση σκηνικής μουσικής για τον Προμηθέα δεσμώτη του Αισχύλου, καθώς και άλλων αρχαίων τραγωδιών, που έρχονται ως επιστέγασμα των μελετών του πάνω στην αρχαία ελληνική μουσική και που παρουσιάστηκαν είτε στις Δελφικές γιορτές, που οργάνωσε το ζεύγος Σικελιανού το 1927 και 1930, είτε σε παραστάσεις του Θυμελικού Θιάσου του Λίνου Καρζή. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, εκτός από 2 χρόνια (1930 και 1931) που δίδαξε στην Αθηναϊκή Μαντολινάτα, και το 1934 που διορίστηκε Γενικός Επόπτης της Μουσικής εις τους ναούς της Ελλάδος, ο Ψ. τα πέρασε στην αφάνεια, ετοιμάζοντας διάφορα βιβλία και μελέτες, που τελικά έμειναν ανέκδοτα. Ωστόσο η πολυτιμότερη ίσως συμβολή του στη μελέτη της ελληνικής μουσικής είναι το έργο συλλογής, καταγραφής και έκδοσης δημοτικών τραγουδιών, που ο Ψ. μάζεψε μεταξύ 1909 και 1915 σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και που εξέδωσε αργότερα σε 3 τόμους: Δημώδη άσματα Σκύρου (Αθήνα, 1910), Δημώδη άσματα Γορτυνίας (Αθήνα, 1923) και Δημώδη άσματα Πελοποννήσου και Κρήτης (Αθήνα, 1930). Ανάμεσα στα σημαντικά έργα του Ψ. συγκαταλέγονται επίσης το Λειτουργικό (Αθήνα, 1905), η Ασίας Λύρα (Αθήνα, 1908), που περιέχει 18 κομμάτια τουρκικής και από ένα αραβικής και κουρδικής μουσικής, με σύντομη εισαγωγή για τους τρόπους και τους ρυθμούς της μουσικής αυτής, και η Λειτουργία (Αθήνα, 1909), όπου ο Ψ. εφαρμόζει μια δική του μέθοδο εναρμόνισης παλαιών παραδοσιακών μελών με την προσθήκη μιας δεύτερης ή κάποτε και μιας τρίτης φωνής, που τις ονομάζει συνηχητικές φωνές – μέθοδος που δέχτηκε πολλές επικρίσεις και δεν εφαρμόστηκε ποτέ σε ευρεία κλίμακα. Η επιβλητική σε έκταση συγγραφική εργασία του Ψ. συμπληρώνεται από πολλά άρθρα σε περιοδικά (Εκκλησιαστική αλήθεια, Φόρμιγξ, Νέα Φόρμιγξ, Μουσικά Χρονικά), όπου επιχειρεί να επισημάνει τον ρυθμικό και διαστηματικό πλούτο της βυζαντινής μουσικής και τη στενή σχέση της με την αρχαία ελληνική και τη μουσική του νεοελληνικού δημοτικού τραγουδιού (απόψεις ενδιαφέρουσες και κατά βάση σωστές, αλλά υπερβολικές στα τελικά συμπεράσματά τους), καθώς και από πολλά ανέκδοτα έργα, όπως Το οκτάηχον σύστημα της βυζαντινής μουσικής και της αρμονικής συνηχήσεώς της, η Ιστορία της Ελληνικής Μουσικής διά μέσου των αιώνων, ένα λεξικό των όρων της ελληνικής μουσικής, μια Λειτουργία με δύο συνηχητικές γραμμές, ένα θεωρητικό της βυζαντινής μουσικής, θεωρία των ήχων στο Παναρμόνιο, και τέλος πλήθος καταγραφών νεοελληνικών δημοτικών τραγουδιών σε βυζαντινή παρασημαντική και σε ευρωπαϊκή σημειογραφία.
Dictionary of Greek. 2013.